Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γόνυ τινός

  • 1 Knee

    subs.
    P. and V. γόνυ, τό.
    Fall on one's knees, v.: P. and V. προσκυνεῖν.
    Bend the knee:. V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone.
    They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332).
    Bring ( an enemy) to his knees: P. and V. παρίστασθαι (acc.).
    Fall at a person's knees: P. and V. προσκυνεῖν (τινά), P. πίπτειν πρὸς τὰ γόνατά (τινός), V. γόνασι προσπίπτειν (τινός), προσπίπτειν γόνυ (τινός), ἀμφ γόνυ πίπτειν (τινός), προσπίτνειν γόνυ (τινός), Ar. and V. προσπίπτειν (τινά or τινί) (also Xen. but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knee

См. также в других словарях:

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»